Κάποιες σκέψεις με αφορμή το έγγραφο της Διεύθυνσης εισοδηματικής Πολιτικής του Υπ. Οικονομικών, ενόψει της έκδοσης απόφασης από το ΣτΕ σχετικά με τις διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων για καταβολή Δώρων και επιδομάτων που καταργήθηκαν με τους μνημονικούς νόμους.
Στο έγγραφο αυτό το Υπουργείο τονίζει ότι τα μέτρα της κατάργησης των Δώρων και Επιδομάτων επιτάχθηκαν από την ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής. Επισημαίνει δε ότι όλες αυτές οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις συμπίεσης των μισθών δημοσιονομικά συνέβαλλαν στην αποφυγή ασύντακτης χρεωκοπίας της Χώρας.
Επιπλέον υποστηρίζει μετ΄ επιτάσεως ότι η αναδρομική χορήγηση των Δώρων και Επιδομάτων των Δημοσίων Υπαλλήλων για την περίοδο 2013-2018 θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με 3,8 δις ευρώ, ενώ η χορήγησή τους εφεξής θα υπερβεί τα 700 εκ. ευρώ ετησίως.
Ακόμη, η δημοσιονομική επιβάρυνση από τη χορήγησή τους θα οδηγήσει σε απώλεια των δημοσιονομικών στόχων της Χώρας και θα αποτελέσει ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη καθώς θα καταστήσει το χρέος μη βιώσιμο με ότι αυτό συνεπάγεται (αδυναμία πρόσβασης στις αγορές κ.ο.κ). Καταλήγει δε ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών που επιτεύχθηκε κυρίως με τη μείωση του μισθολογικού κόστους, οδήγησε στην δημοσιονομική εξυγίανση και την αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών της Χώρας.
Στα παραπάνω μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι ο στόχος της εύθραυστης «δημοσιονομικής εξυγίανσης» επιτεύχθηκε με πολύ βαρύ τίμημα. Εννέα χρόνια μετά την κρίση και η Κυβέρνηση εξακολουθεί να αγνοεί δικαστικές αποφάσεις και να συνεχίζει τον εύκολο δρόμο με οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Η εμμονή του νομοθέτη να επιδιώκει μονομερώς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε βάρος ιδίως των μισθωτών και συνταξιούχων, χωρίς από την άλλη, να λαμβάνονται αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, αποδεικνύει αποτυχία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Όλα τα προηγούμενα μέτρα περικοπών και επιβαρύνσεων έχουν έως σήμερα αποδειχθεί αναποτελεσματικά, δημιουργώντας μάλλον έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, αντί της επιδιωκόμενης δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς κατ’ ουσίαν, όλες αυτές οι περικοπές μείωσαν την καταναλωτική δύναμη των πολιτών, με συνακόλουθη μείωση των εσόδων του Κράτους από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων καταναλωτικών αγαθών, από την είσπραξη Φ.Π.Α κλπ.. Έτσι, η συνέχιση επιβολής όμοιων, αλλεπάλληλων μέτρων, μάλλον ως απρόσφορο μέτρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Επιπλέον, η γενική και αφηρημένη κατάργηση των δώρων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα) και επιδόματος αδείας που καταλαμβάνει τον δημόσιο τομέα, έτσι όπως έλαβε χώρα εντελώς αναιτιολόγητα, χωρίς παράθεση αναλυτικών και συγκεκριμένων στοιχείων, ειδικών οικονομικών και αναλογιστικών μελετών, από τα οποία και να αποδεικνύεται ότι τα λαμβανόμενα μέτρα είναι αναγκαία, και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας καταδεικνύει ότι προφανώς δεν εξαντλήθηκαν, όλα τα ηπιότερα μέσα από άποψη συνεπειών σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Ακόμη, στη βάσει ποιας συγκεκριμένης οικονομικής- αναλογιστικής μελέτης απεδείχθη ότι η για τρίτη φορά μείωση – κατάργηση εν τέλει των δώρων εορτών (Χριστουγέννων, Πάσχα) και επιδόματος αδείας από 1-1-2013 καθίσταται αναγκαία για την περιστολή των δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου, για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας;
Στα ερωτήματα αυτά η Πολιτική ηγεσία κωφεύει ενώ συνεχίζει να υπερασπίζεται τις επιλογές της.
Όμως, στην κρίσιμη αυτή στιγμή οι Δικαστές θέτουν ένα όριο. Η οικονομική κρίση, όσο σοβαρή και αν είναι, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπει στα κράτη να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Συντάγματος, του Ε.Κ.Χ., και των διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας.
Καμία κακή οικονομική συγκυρία ή απώλεια των δημοσιονομικών στόχων της Χώρας δεν μπορεί να προσφέρει άλλοθι για την ισοπέδωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Το πρόσχημα της προσωρινότητας των μέτρων «μέχρι ανακάμψουμε και να ξαναβγούμε στις αγορές με ευνοϊκούς όρους» δεν μπορεί πια να γίνει ανεκτό. Πράγματι, δεν νοείται να υπάρχει συνεχώς μια έκτακτη και άμεση ανάγκη για ψήφιση νέων μέτρων.
Τα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι δικαιώματα πολυτελείας, τα οποία αναγνωρίζονται μόνο σε περιόδους ανάπτυξης ενώ καταργούνται σε περιόδους ύφεσης. Kαλούνται λοιπόν οι δικαστές να διαφυλάξουν τον απαραβίαστο πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων στη Χώρα μας και να διασφαλίσουν ένα ικανό επίπεδο προστασίας τους νομοθετικό και δικαστικό.