Τι σημαίνει η απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για όσους είχαν κάνει προσφυγές πριν το 2015
Νομολογιακά δεδομένα – μη αναστρέψιμα- υπέρ των συνταξιούχων σηματοδοτεί η απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων.
Η απόφαση αυτή αφορά επί της ουσίας όσους συνταξιούχους είχαν προσφύγει στα Διοικητικά δικαστήρια της χώρας πριν την απόφαση του ΣτΕ του 2015.
Αυτό είναι το χρονικό όριο , πριν από το οποίο θα έπρεπε να έχουν προσφύγει οι συνταξιούχοι έτσι ώστε να δουν να μπαίνουν αναδρομικά στους λογαριασμούς τους με βάση τις δικαστικές αποφάσεις δικαίωσης τους.
Δηλαδή οι συγκεκριμένες αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται από όλα τα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας (δεν είναι η πρώτη αυτή που εκδόθηκε στην Θεσσαλονίκη) αφορούν προσφυγές προ του 2015 για περικοπές συντάξεων, δώρων κλπ και την καταβολή αναδρομικών. Αυτές οι προσφυγές θεωρείται νομολογικά δεδομένο πως θα ευδοκιμήσουν.
Η απόφαση του ΣτΕ
Το χρονικό ορόσημο το οποίο αλλάζει τα δεδομένα για την επιστροφή των αναδρομικών είναι η απόφαση του ΣτΕ του 2015 με την οποία κρίθηκε ότι οι περικοπές των συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 και εφεξής είναι αντισυνταγματικές. Όπως εξηγεί όμως η Μαρία Ν. Συριανού, Δικηγόρος Μ.Δ.Ε. Εργατικού Δικαίου, το ανώτατο δικαστήριο για δημοσιονομικούς λόγους δεν έδωσε δικαίωμα καταβολής αναδρομικών.
Το χρονικό
Η κα Συριανού καταγράφει βήμα- βήμα την πορεία της υπόθεσης στα δικαστήρια:
«Στο πλαίσιο της επισημοποιηθείσας από τον Ιανουάριο του 2010 δημοσιονομικής κρίσεως και της καταστάσεως υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων για τη μείωση αυτού, θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», στο άρθρο τρίτο του οποίου περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή συντάξεων, που αφορούσε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας. Η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015».
Εν συνεχεία, τέσσερις μήνες μετά τις θεσπισθείσες με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011 περικοπές συντάξεων, ο ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» προέβλεψε νέες περικοπές συντάξεων στο άρθρο 6. Ακολούθησαν το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016».
Οι ως άνω νομοθετικές παρεμβάσεις (Ν. 3845/10, 3863/10, 3896/11, 4024/11, 4051/11 και 4093/12) με τη μορφή της οριστικής καταργήσεως τμημάτων της σύνταξης, είχαν βαρύτατες επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων.
Το Συμβουλίο της Επικρατείας με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015, έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 Ν. 4051/12 και του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΑ 5 περ. δ΄ του Ν. 4093/2012 έρχονται σε αντίθεση προς τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 Συντ. καθώς και στο άρθρο 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, για τους εξής λόγους:
Οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 Ν. 4051/12 και του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΑ 5 περ. δ΄ του Ν. 4093/2012 ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ουσιαστικά ότι οι περικοπές των συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 και εφεξής είναι αντισυνταγματικές, έτσι άνοιξε ο δρόμος για την δικαίωση όσων συνταξιούχων είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, λόγω της γνωστής ταμειακής δυσχέρειας του ελληνικού Κράτους, το Δικαστήριο περιόρισε τις συνέπειες της κρίσης του περί αντισυνταγματικότητας μόνο στον εφεξής χρόνο (από Ιούνιο του 2015) και τις απέκλεισε για την προηγούμενη τριετία κατά την οποίαν είχαν ήδη εφαρμοστεί οι περικοπές. Θέλησε δηλαδή, από τη μια, να απαλλάξει το νομοθέτη από το δημοσιονομικό βάρος της επιστροφής ποσών, αλλά, από την άλλη, προσδοκούσε ότι τουλάχιστον ο νομοθέτης θα αποκαταστήσει εφεξής τις συντάξεις.
Η απόφαση αυτή ήταν ένα ράπισμα στο νομοθέτη και μια υπενθύμιση ότι ακόμα και σε εποχές μνημονίων υπάρχουν έστω μικρά περιθώρια για κοινωνική πολιτική.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά την απόφαση και ενώ τα δικαστήρια κάνουν δεκτές τις προσφυγές συνταξιούχων (βλ. απόφαση ΔΠΘ 3037/2018), ούτε ένας συνταξιούχος έχει πάρει έστω ένα ευρώ βάσει της απόφασης αυτής. Αναμένουμε με ενδιαφέρον πως και εάν θα υλοποιηθούν οι δικαστικές αυτές αποφάσεις..»
*Μ.Δ.Ε. Εργατικού Δικαίου