Skip links

Τι είπε το ΣτΕ για τα δώρα δημοσίων υπαλλήλων και η κομβική δίκη της 1ης Φεβρουαρίου

Τη σημαντικότερη απόφαση για την εξέλιξη των μισθολογικών (επιδόματα και δώρα) δημοσίων υπαλλήλων γίνεται την 1η Φεβρουαρίου στην Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία θα κρίνει την ορθότητα της απόφασης του Στ’ Τμήματος με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η περικοπή τους.

Αυτή η απόφαση (συνολικά υπάρχουν 10 όμοιες αποφάσεις) κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική καθώς αφενός είναι η πρώτη που αφορά σε ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, αφετέρου οδηγείται σε κρίση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου η οποία και θα καθορίσει την οριστική έκβαση της υπόθεσης.

Θα καθορίσει επίσης αν θα υπάρχει αναδρομική ισχύς στην υπόθεση άρα και τα ποσά που τυχόν θα καταβληθούν στους υπαλλήλους. Η δικηγόρος Μαρία Συριανού σχολιάζει την απόφαση 2635/2018, για την αντισυνταγματικότητα της κατάργησης δώρων και επιδομάτων σε Δημοσίους υπαλλήλους, και αναδεικνύει τα βασικά σημεία του σκεπτικού των δικαστών.

Αναφέρει στο dikastiko.gr:

«Με μια σειρά αποφάσεων έκπληξη το έκτο τμήμα του ΣτΕ έκρινε, κατά πλειοψηφία, πως η περικοπή των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδομάτων αδείας των Δημοσίων Υπαλλήλων, που έλαβε χώρα από 1.1.2013 με τον ν. 4093/2012 (περ. 1 της υποπ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου αυτού) είναι αντισυνταγματική. Η νέα αυτή απόφαση αποκτά ένα ειδικό βάρος καθώς είναι η πρώτη που δικαιώνει πλέον και εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους με την επιστροφή των Δώρων και επιδομάτων, που μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης:

«Ο νομοθέτης δεν δικαιολογείται πλέον να προχωρήσει σε νέα κατάργηση μισθών χωρίς να εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου αυτού, ενόψει και της διαπίστωσής του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε (μειώσεις μισθών και συντάξεων) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα.

Όφειλε δε, ο νομοθέτης, αποφαινόμενος τεκμηριωμένα και για την αναγκαιότητα του ίδιου ως άνω μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και αν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα προεκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, ανεργία, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων κ.λπ.), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων κάτω του κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Όμως, κάτι τέτοιο δεν ελήφθη υπόψη και ειδικότερα εάν οι αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου παραμένουν, και μετά τη νέα, σοβαρή μείωση, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών.

Εξάλλου, η συνταγματικότητα του καταργητικού αυτού μέτρου δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενομένης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων.

Έτσι, το Τμήμα καταλήγει ότι η επίμαχη διάταξη με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και στρατιωτικούς, αντίκειται στα άρθρα 25 παρ.1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος και τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.

Η απόφαση αυτή (και όλες οι όμοιες κατά το σκεπτικό τους με αυτή) αναμένεται να επηρεάζει άμεσα το μέλλον όλων των δημοσίων υπαλλήλων αναφορικά με τις διεκδικήσεις των Δώρων και Επιδομάτων τους. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή εκκρεμούν δεκάδες αγωγές σε όλα τα Διοικητικά Δικαστήρια της που αναμένουν την οριστική και αμετάκλητη κρίση της Ολομέλειας.

Ωστόσο, οι εκδοθείσες αποφάσεις αφήνουν ανοικτά μέχρι στιγμής ζητήματα όπως το πώς θα ισχύσει η αντισυνταγματικότητα αυτή, αν θα είναι δηλαδή αναδρομική ή θα ισχύσει για το μέλλον, καθώς και ποιο θα είναι το εύρος των παροχών, αν θα δοθούν σε όλους ανεξαιρέτως τους Δημοσίους υπαλλήλους ή μόνο στους προσφεύγοντες. Τα ζητήματα αυτά, πολύ ουσιώδη, αναμένεται να επιλυθούν από την Ολομέλεια.

Η σημαντική αυτή απόφαση αναπτύσσει ένα έξοχο νομικό σκεπτικό, ότι δηλαδή οι συνεχιζόμενες περικοπές φθάνουν στο σημείο να απαξιώσουν εντελώς τη δυνατότητα των υπαλλήλων να ανταποκρίνονται σε βασικές τους ανάγκες. Το ΣτΕ κατά κάποιο τρόπο προβαίνει σε ένα πολιτικό έλεγχο του νομοθέτη σχετικά με τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής και απαιτεί μετ’ επιτάσεως σχεδιασμό πριν τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων καθώς και μια μελέτη της απόδοσης των μέτρων και κυρίως των επιπτώσεων που αυτά θα έχουν στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων πολιτών. Κάτι που εξακολουθεί να αγνοεί ο νομοθέτης από την αρχή της οικονομικής κρίσης, επιλέγοντας να υιοθετεί λύσεις εύκολες και ιδιαιτέρως επαχθείς για το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου.

Εάν με τις αποφάσεις αυτές συνταχθεί και η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, στην οποία παραπέμπονται προς επίλυση, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, τότε θα έχουμε μια πολύ μεγάλη ανατροπή.

Αναμένουμε, λοιπόν, με τεράστιο ενδιαφέρον και αγωνία την απόφαση της Ολομέλειας, η οποία εκδικάζει την υπόθεση την 1η Φεβρουαρίου του 2019.

*δικηγόρος Μ.Δ.Ε. Εργατικού Δικαίου